- συναρχομένως
- συνάρχωrule jointly withpres part mp masc acc pl (doric)συναρχομένωςwith the same beginningindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναρχομένως — Α επίρρ. 1. (για λέξεις που απαντούν με διπλό τύπο στην αρχή τού θέματος) ταυτόχρονα με άλλη αρχή («ἐνείκειε καὶ νείκειε συναρχομένως», Αν. Κρ.) 2. με την ίδια αρχή («οἱ Ἴωνες καὶ οἱ ποιηταὶ συναρχομένως ποιοῡσι τοὺς παρῳχημένους τοῑς ἰδίοις… … Dictionary of Greek